χονδρος

χονδρος
    I.
    χονδρός
    3
    (крупно)зернистый
    

(ἄλφιτον, ἅλες Arst.)

    II.
    χόνδρος
    ὅ
    1) крупинка или комок, кусок
    

(ἁλός Her.; λιβανωτοῦ Luc.)

    2) глыба
    

(τὰ οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χόνδρων οἰκοδομεῖσθαι Her.)

    3) соль
    

(χ. ἐποψίδιος Anth.)

    4) крупа или каша Arph., Arst., Polyb.
    5) хрящ
    

(ἔστι ὅ χ. τῆς αὐτῆς φύσεως τοῖς ὀστοῖς Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χονδρος" в других словарях:

  • χονδρός — granular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόνδρος — granule masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χόνδρος — ο ζωικός ιστός τραχύς και ελαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χονδρά — χονδρός granular neut nom/voc/acc pl χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc/acc dual χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρῶν — χονδρός granular fem gen pl χονδρός granular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδρόν — χονδρός granular masc acc sg χονδρός granular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδραί — χονδρός granular fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδροῖς — χονδρός granular masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδροί — χονδρός granular masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»